λιτραῖος

λιτραῖος
λιτρ-αῖος, α, ον,
A weighing or worth a

λίτρα, χείλη AP11.204

(Pall.), cf. Gal.13.415.
II λ. κέρας a drinking-cup holding 1 λίτρα, ib.435.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λιτραίος — λιτραῑος, αία, ον (Α) [λίτρα]·1. αυτός που ζυγίζει ή αξίζει μία λίτρα 2. αυτός που έχει χωρητικότητα μιας λίτρας …   Dictionary of Greek

  • λιτραῖος — λῑτραῖος , λιτραῖος weighing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιτραῖον — λῑτραῖον , λιτραῖος weighing masc acc sg λῑτραῖον , λιτραῖος weighing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημιλιτριαίος — ἡμιλιτριαῑος, αία, ον (Α) αυτός που ζυγίζει μισή λίτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + λιτριαίος (μτγν. τ. του λιτραίος < λίτρον)] …   Dictionary of Greek

  • λίτρα — η (AM λίτρα) νεοελλ. 1. παλαιά ονομασία τού λίτρου 2. βυζαντινή μονάδα βάρους τών νομισμάτων τής αυτοκρατορίας ίση με 327,456 γραμμάρια νεοελλ. μσν. βενετικό νόμισμα ίσο με το 1 / 6 τού δουκάτου μσν. μονάδα επιφανείας ίση με το 1 / 40 τού μοδίου… …   Dictionary of Greek

  • λιτριαίος — λιτριαίος, αία, ον (Α) [λίτρα] λιτραίος* …   Dictionary of Greek

  • λιτραίοις — λῑτραί̱οις , λιτραῖος weighing masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιτραίου — λῑτραί̱ου , λιτραῖος weighing masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιτραίῳ — λῑτραί̱ῳ , λιτραῖος weighing masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”